Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μαϊνάρω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 allentare
2 ammainare
3 lascare
4 mollare (vt)
5 rallentare (vt)
6 rilassare (vt)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μαινάδα μαίνομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---