Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόμαϊνάρω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο 1 allentare 2 ammainare 3 lascare 4 mollare (vt) 5 rallentare (vt) 6 rilassare (vt) permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |