Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόμάτι
ουσιαστικό ουδέτερο 1 occhio 2 [φυτού] gemma permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαμε το μάτι = a occhio e croce || κάνω τα στραβά μάτια = chiudere un occhio || χτυπώ στο μάτι = dare nell'occhio || ρίχνω μια ματιά = dare un'occhiata || το μάτι γκαζιού = fornello [αρσ.] a gas || το ηλεκτρικό μάτι = fornello [αρσ.] elettrico || στυλώνω τα μάτια μου = guardare fissamente || εχω κανέναν στο μάτι = mettere gli occhi addosso a qualcuno || μάτια μου! = mio caro! || το πορτοφόλι και τα μάτια σου! = tieni d'occhio il portafoglio! || το αυγό μάτι = uovo [αρσ.] all'occhio di bue [αρσ.] Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |