Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
ματογυάλια
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός
occhi
a
li (mpl)
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< μάτισμα
ματόκλαδα >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
ματιάζω
{μάτιασ-α,...
μάτιασμα
[ουσ ουδ.]
ματιασμένος
[επίθ.]
ματίζω
{μάτισ-α, ...
μάτισμα
[ουσ ουδ.]
ματογυάλια
{χωρ. πληθ...
ματόκλαδα
[θηλ.ουσ]
ματόκλαδο
[ουσ ουδ.]
ματοκυλίζω
impf αιματ...
ματοκύλισμα
[ουσ ουδ.]
ματόφρυδο
[ουσ ουδ.]
ματόφυλλο
[ουσ ουδ.]
ματρόνα
[θηλ.ουσ]
ματς
[ουσ ουδ.]
ματσάκι
{χωρ. γεν....
ματσακόνι
{χωρ. γεν....
ματσακονίζω
[ρ.]
ματσακονιστής
[ουσ αρσ ]
ματσαράγκα
[θηλ.ουσ]
ματσαράγκας
[ουσ αρσ ]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis