Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μαστοριά
ουσιαστικό θηλυκό

1 abilità
2 destrezza
3 lavorazione
4 maestria
5 magistero
6 maneggio
7 manifattura
8 perizia
9 possesso
10 virtuosità

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μαστορεύω μαστορικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---