Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μαστόρεμα
ουσιαστικό ουδέτερο

1 manomissione
2 rabberciamento
3 rabberciatura
4 riattamento
5 riparata
6 riparazione
7 abilità tecnica

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μάστορας μαστορεμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---