Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μαστιγωτής
ουσιαστικό αρσενικό

1 flagellante
2 flagellatore
3 sfregiatore
4 staffilatore

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μαστίγωση μαστιγωτό  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---