Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μαντρί
ουσιαστικό ουδέτερο

1 addiaccio
2 chiuso
3 ovile
4 parco
5 pecorile
6 recinto
7 rinchiuso
8 stalla
9 stazzo
10 parco di deposito

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μαντράχαλος μαντρίζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---