Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μαντρώνω
ρήμα μεταβατικό

1 murare (vt)
2 recingere (vt)
3 rinserrare (vt)
4 steccare (vt)
5 chiudere con un muro

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μαντρώνομαι μαξιλάρα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---