Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λίρα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 monete lira ~f~, mone`ta ~f~ d'oro
2 monete lira ~f~ sterli`na

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λίπωμα λιρέτα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---