Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λίμα {1}  
ουσιαστικό θηλυκό

1 ((popolare)) gran fame ~f~
2 ((popolare)) avidità ~f~, insaziabilità ~f~

λίμα {2}
ουσιαστικό θηλυκό

1 lima ~f~
2 ((popolare)) ((figurato)) φλυαρία parlanti`na ~f~ irrefrena`bile

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λιλούδι λιμαδόρος  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η λίμα νυχιών = lima [θηλ.] per unghie


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---