Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λιγάκι  
επίρρημα

1 un pochi`no, un pochetti`no θέλω λιγάκι σάλτσα ακόμα == voglio ancora un pochino di salsa
2 un po', piuttosto είναι λιγάκι βαρετό == è un po' noioso, è noiosetto && σε λιγάκι == fra un attimino && κάθε λίγο και λιγάκι == ogni tanto, di tanto in tanto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Λίβυος λίγδα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---