Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Λίβυα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [Λίβυος]

Λίβυος  
ουσιαστικό αρσενικό

abita`nte ~mf~ della Li`bia ~f~, li`bico ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λιβρέα Λιβύη  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---