Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόΛευκορωσίδα
ουσιαστικό θηλυκό femminile di [Λευκορώσος] Λευκορώσος ουσιαστικό αρσενικό abitante ~mf~ della Bielorussia, bielorusso ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |