Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
κωλογλείφτης
ουσιαστικό αρσενικό
((volgare)) leccacu`lo ~m~
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< κωλοβαράω
κωλομέρι >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
κωλαράς
[ουσ αρσ ]
κωλαρού
{κωλαρούδε...
κωλιά
{δύσχρ. κω...
κωλο–
[πρθμ.]
κωλοβαράω
{κωλοβαράς...
κωλογλείφτης
{κωλογλειφ...
κωλομέρι
{κωλομερ-ι...
κωλομέρια
[θηλ.ουσ]
κωλονούρι
{χωρ. γεν....
κωλοπαίδι
[ουσ ουδ.]
κωλόπαιδο
[ουσ ουδ.]
κωλοπετσωμένος
[επίθ.]
κωλοπιλάλα
[θηλ.ουσ]
κωλοράβδι
[ουσ ουδ.]
κώλος
[ουσ αρσ ]
κωλοσέρνω
[ρ.]
κωλοτούμπα
{χωρ. γεν....
κωλοτρυπίδα
[θηλ.ουσ]
κωλότσεπη, κωλοτσέπη
{χωρ. γεν....
κωλοφαρδία
{χωρ. πληθ...
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis