Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κώλος  
ουσιαστικό αρσενικό

1 ((popolare)) ((volgare)) culo ~m~
2 (fig) fondo ~m~, culo ~m~, la parte ~f~ posterio`re o κώλος του παντελoνιoύ == il fondo dei pantaloni | o κώλος του πoτηριoύ == il culo del bicchiere | είναι κώλος και βρακί == sono culo e camicia

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κωλοράβδι κωλοσέρνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---