Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κρυφός  
επίθετο

1 segre`to, cela`to, nasco`sto κρυφή αγάπη == amore segreto | κρυφή συγκίνηση == commozione celata | oι κρυφές χάρες κάποιου == le qualità nascoste di qualcuno | κρυφός φωτισμός == illuminazione indiretta
2 di persona chiu`so, riserva`to

κρυ§φό§τα§τος
επίθετο

superlativo di [κρυφός]

κρυ§φό§τε§ρος
επίθετο

comparativo di [κρυφός]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κρυφομιλώ κρυφτό  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


κρατώ κρυφό = tenere all'oscuro


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---