Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκόλπο
ουσιαστικό ουδέτερο 1 trucco ~m~, siste`ma ~m~, sotterfu`gio ~m~, espedie`nte ~m~, accorgime`nto ~m~ έμαθε αμέσως τα κόλπα της δoυλειάς == ha imparato subito i trucchi del mestiere | ταχυδακτυλoυργικά κόλπα == i trucchi degli illusionisti, i giochi di prestigio | σατανικό κόλπο == un trucco diabolico | του έμαθε ένα κόλπο να μπαίνει τζάμπα στο γήπεδo == gli ha insegnato un sistema per entrare gratis allo stadio 2 imbro`glio ~m~, inga`nno ~m~, truffa ~f~, trucco ~m~ ένα κόλπο εκατομμυρίων == una truffa colossale permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |