Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κολοσσός  
ουσιαστικό αρσενικό

colo`sso ~m~ ((anche in senso figurato)) οι κολοσσοί της ιαπωνικής βιομηχανίας == i colossi dell'industria giapponese | Μπετόβεν, ένας από τους κολοσσούς της κλασικής μoυσικής == Beethoven, uno dei colossi della musica classica

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κολοσσιαίος κόλουρος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---