Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κερατάς  
ουσιαστικό αρσενικό

1 ((volgare)) cornu`to ~m~, becco ~m~
2 ((volgare)) ((per estensione)) cornu`to, figlio di buo`na donna μου την έφερε κερατάς! == mi ha fregato, quel figlio di buona donna! | βρε τον κερατά, πώς πλoύτισε τόσο γρήγορα! == ma guarda quel cornuto, come si è arricchito rapidamente!

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κερασφόρος κερατένιος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---