Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κατηγορουμένη
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [κατηγορούμενος]

κατηγορούμενος
ουσιαστικό αρσενικό

diritto accusa`to, imputa`to

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κατήγορος κατηγορούμενο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---