Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκατεργάζομαι
ρήμα παθητικό lavora`re, tratta`re, concia`re κατεργάζομαι δέρματα == lavorare, trattare, conciare le pelli | κατεργάζομαι καπνό == trattare / conciare il tabacco permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |