Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκατατεθειμένος
επίθετο 1 participio passato del verbo [καταθέτω] 2 deposita`to τα χρήματα είναι κατατεθειμένα σε ελβετική τράπεζα == i soldi sono depositati in una banca svizzera permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |