Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καταβροχθίζω  
ρήμα μεταβατικό

1 divora`re, trangugia`re, ingurgita`re καταβρόχθισε ολόκληρη τούρτα == ha divorato una torta intera
2 (fig) spe`ndere, dissipa`re, scialacqua`re καταβρόχθισε όλη την περιουσία της μάνας του == ha dissipato tutto il patrimonio della madre

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καταβρομισμένος καταβρόχθιση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---