Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καταβρόχθισμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 deglutizio`ne ~f~
2 inghiottime`nto ~m~
3 trangugiame`nto ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καταβρόχθιση καταβροχθισμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---