Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Κα§στι§λιά§νη
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [Καστιλιάνος]

Κα§στι§λιά§νος
ουσιαστικό αρσενικό

abita`nte ~mf~ della Casti`glia, castiglia`no ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καστανόχωμα κάστορας  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---