Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κάστανο  
ουσιαστικό ουδέτερο

casta`gna ~f~ ψητά κάστανα == caldarroste | βγάζω τα κάστανα από τη φωτιά == togliere le castagne dal fuoco | δε χαρίζει κάστανα == non ha peli sulla lingua, non guarda in faccia a nessuno

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καστανιέτες καστανοκόκκινος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---