Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαπρίτσιο
ουσιαστικό ουδέτερο 1 capri`ccio ~m~, bizzarri`a ~f~, strane`zza ~f~ 2 musica capri`ccio ~m~ καπρίτσο ουσιαστικό ουδέτερο variante di [καπρίτσιο] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |