Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόιστορία
ουσιαστικό θηλυκό 1 sto`ria ~f~ αρχαία ιστορία == storia antica | βυζαντινή ιστορία == storia bizantina 2 sto`ria ~f~, o`pera ~f~ sto`rica Ηροδότου ιστoρίαι == l'opera storica di Erodoto 3 sto`ria ~f~ (come scie`nza) Θoυκυδίδης, o θεμελιωτής της επιστήμης της ιστορίας == Tucidide, il fondatore della storia come scienza 4 sto`ria ~f~ (come mate`ria di insegname`nto) δεν πήρε καλό βαθμό στην ιστορία == non ha preso un buon voto in storia 5 sto`ria ~f~, vice`nde ~fp~ μου διηγήθηκε την ιστορία της ζωής του == mi ha raccontato la storia della sua vita 6 racco`nto ~m~, sto`ria ~f~, fa`vola ~f~ λατρεύει τις ιστορίες επιστημονικής φαντασίας == adora i racconti di fantascienza 7 questio`ne ~f~, sto`ria ~f~, facce`nda ~f~ δε θέλω ούτε να την ακούω αυτή την ιστορία == non voglio neanche sentir parlare di questa storia 8 vice`nda ~f~ amoro`sa, sto`ria ~f~ d'amo`re παλιά είχαν μια ιστορία οι δύο τους == c'è stata una storia (d'amore) tra quei due | περνάει από τη μία ιστορία στην άλλη == passa da una storia d'amore all'altra 9 proble`ma ~m~, bega ~f~, sto`ria ~f~ θα 'χoυμε ένα σωρό ιστορίες με τούς γείτονες == avremo un sacco di problemi, di storie con i vicini+++μένω στην ιστορία == entare nel libro della storia && για την ιστορία == a titolo di cronaca && συνεχώς η ίδια ιστορία == è sempre la stessa storia permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |