Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ινδιάνα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [Iνδιάνος]

ινδιάνος  
ουσιαστικό αρσενικό

india`no ~m~ (d'America), pellero~m~ssa ~mf~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Ινδία ινδιάνικος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---