Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόίνδαλμα
ουσιαστικό ουδέτερο 1 imma`gine ~f~ ideale 2 i`dolo ~m~ είναι τo νέο ίνδαλμα της νεολαίας == è il nuovo idolo dei giovani permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |