Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ίλιγγος  
ουσιαστικό αρσενικό

verti`gine ~f~, capogi`ro ~m~ έχω ιλίγγούς == soffrire di vertigini & τα ύψη μού φέρνουν ίλιγγο == a guardare dall'alto mi vengono le vertigini

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ιλιγγιώδης Ιλλυρία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---