Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόιμάτιο
ουσιαστικό ουδέτερο 1 storia ima`tio ~m~ 2 ((per estensione)) veste ~f~ διέρρηξε τα ιμάτιά του == si strappò le vesti (in segno di protesta) permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |