Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ιδιώτης  
ουσιαστικό αρσενικό

1 priva`to ~m~, privato cittadino ~m~ η καταγγελία έγινε από έναν ιδιώτη == la denuncia è stata sporta da un privato
2 psicologia idio`ta ~mf~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ιδιωτεύω ιδιωτικά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---