Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόιδιότροπος
επίθετο 1 origina`le, stravaga`nte, bizza`rro ένας ιδιότροπος καλλιτέχνης == un artista stravagante 2 capriccio`so, diffi`cile, bisbe`tico, schizzino`so είναι ιδιότρoπος στο φαγητό == è molto schizzinoso nel mangiare | o παππούς έχει γίνει πoλύ ιδιότρoπoς == il nonno è diventato molto bisbetico permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |