Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ιδιόρρυθμος  
επίθετο

bizza`rro, strambo, strano ιδιόρρυθμη συμπεριφoρά == comportamento strano, bizzarro | ιδιόρρυθμoς τύπος == tipo bizzarro, strambo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ιδιορρυθμία ίδιος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---