Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόιδιαίτατος
επίθετο superlativo di [ιδιαίτερος] ιδιαίτερος επίθετο 1 peculia`re, particola`re, specia`le, u`nico ιδιαίτερο γνώρισμα == caratteristica peculiare 2 priva`to ιδιαίτερη είσοδος == ingresso privato | ιδιαίτερα διαμερίσματα == appartamenti privati | κάνω ιδιαίτερα μαθήματα == (di insegnante) fare delle lezioni private, impartire lezioni private, dare ripetizioni | | (di studente) fare lezioni privare, andare a ripetizione, prendere ripetizioni 3 particola`re, specia`le, ecceziona`le μας επιφύλαξαν ιδιαίτερη μεταχείριση == ci hanno riservato un trattamento particolare, speciale permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατα ιδιαίτερα μαθήματα = lezioni [θηλ. πλυθ.] private Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |