Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγλυκό
ουσιαστικό ουδέτερο do`lce ~m~ τρελαίνεται για γλυκά==va matto per i dolci | γλυκό του κουταλιού==frutta o pezzi di frutta cotti in uno sciroppo molto denso e dolcissimo | γλυκό ταψιού==dolce cotto al forno permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |