Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγαλιφιά
ουσιαστικό θηλυκό lusi`nga ~f~; leziosa`ggine ~f~; moi`na ~f~ δεν μπορεί ν' αντισταθεί στις γαλιφιές της γυναίκας του==non può resistere alle moine della moglie permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |