Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγαληνεύω
ρήμα αμετάβατο 1 persona rassena`rsi; acquieta`rsi 2 mare calma`rsi; abbonaccia`rsi η θάλασσα γαλήνεψε==il mare si è calmato γαληνεύω ρήμα μεταβατικό rasserena`re τα λόγια μας τον γαλήνεψαν==le nostre parole l'hanno rasserenato permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |