Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γάγγραινα  
ουσιαστικό θηλυκό

medicina cancre`na ~f~; gangre`na ~f~ ((anche in senso figurato))

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γαγγλίωμα γαγγραινιάζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---