Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


φτιάχνω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 fare
2 [κατασκευάζω] costruire
3 [ετοιμάζω] preparare

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  φτιάχνομαι φτιαχτός  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


φτιάχνω τις βαλίτσες μου = fare i bagagli


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---