Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόφοβισμένος
επίθετο 1 costernato 2 esterrefatto 3 impaurito 4 impressionato 5 pauroso 6 preoccupato 7 sbigottito 8 sgomento 9 spaurito 10 spaventato 11 temuto 12 timoroso 13 trepidante 14 trepido 15 trepido 16 vigliacco permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |