Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


φοίνικας
ουσιαστικό αρσενικό

1 [δένδρο] palma
2 [πτηνό] fenice (f)
3 [λαός] fenicio
4 [κάρπος] dattero

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Φοίβος φοινικέλαιο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---