Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόφάλαγγα
ουσιαστικό θηλυκό 1 [στοίχος] fila 2 militare colonna, falange 3 [βασανιστήριο] tortura praticata percuotendo le piante dei piedi permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |