Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόφακός
ουσιαστικό αρσενικό 1 lente (f) 2 [λυχνία] torcia, fiaccola permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαο φακός εναφής = lente [θηλ.] a contatto || ο μεγεθυντικός φακός = lente [θηλ.] d'ingrandimento Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |