Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εύθετος  
επίθετο

opportu`no, convenie`nte, de`bito εν ευθέτω χρόνω == a tempo debito, al momento opportuno

ευθετότατος
επίθετο

superlativo di [εύθετος]

ευθετότερος
επίθετο

comparativo di [εύθετος]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ευθετίζω ευθετώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---