Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ευθεία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 geometria li`nea ~f~ retta
2 sport rettili`neo ~m~ τελική ευθεία == rettilineo / dirittura d'arrivo
3 di strada rettili`neo ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ευθαρσής ευθειάζομαι  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


κατ' ευθείαν = direttamente


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---