Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεύγλωττος
επίθετο eloque`nte, faco`ndo ((anche in senso figurato)) εύγλωττη ματιά == sguardo eloquente ευγλωττότατος επίθετο superlativo di [εύγλωττος] ευγλωττότερος επίθετο comparativo di [εύγλωττος] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |