Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόερυθρόδερμος
επίθετο pellerossa, pellirossa ερυθρόδερμος ουσιαστικό αρσενικό pellero`ssa ~mf~, pellirossa ~mf~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |