Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ερυθροπυρωμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [ερυθροπυρώνω]
2 infoca`to
3 rifulge`nte
4 rove`nte

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ερυθροπυράκτωση ερυθροπυρώνομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---